
Τι ωραία που είναι όταν πολιτικοί ομοϊδεάτες συζητούν και συνεργάζονται αποδεικνύοντας την αξία της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Τι γίνεται όμως όταν συναντηθούν πολιτικοί αντίπαλοι; Η συζήτηση καθίσταται αδύνατη και τα αναμενόμενα λογικά επιχειρήματα αντικαθίστανται από ad hominem επιθέσεις, βρισίδι και απόλυτες θέσεις και από έναν γενικά ανταγωνισμό εξόντωσης του αντιπάλου.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μία ιδεατή άποψη για τον πολιτικό διάλογο περιμένει μία κοινή στοχοθεσία πχ το κοινό καλό και συνεργασία με λογικά επιχειρήματα για την εύρεση λύσεων σε θέματα που αφορούν τον πολίτη. Όμως αυτό που διαπιστώνεται είναι η διαρκής εχθρότητα ανάμεσα σε πολιτικούς αντιπάλους.
Ακολουθώντας μία ψυχαναλυτική προσέγγιση έχουμε τα εξής: το υποκείμενο για να αναδυθεί πρέπει να θανατώσει το αντικείμενο. Από την άχρονη αυποκειμενική απόλαυση στην αγκαλιά της μητέρας κατά το θηλασμό, το αντικείμενο για να γίνει αντικείμενο του υποκειμένου πρέπει το υποκείμενο να το χάσει για να το αναζητά. Η αναζήτηση του χαμένου αντικειμένου ενδυναμώνει τη συγκρότηση του υποκειμένου, η οποία όμως συγκρότηση, βλέπουμε ότι στηρίζεται σε μία μόνιμη απώλεια. Από τη μία, δημιουργείται ένα αρχέγονο άγχος, ένας αρχέγονος φόβος για ένα χρέος που έχουμε ανεκπλήρωτο απέναντι στο πρώτο περιβάλλον που μας φροντίζει, δηλ. τη μητέρα. Από την άλλη, ο χαμένος δια παντός παράδεισος της μη ταυτότητας στην αγκαλιά της μητέρας, δομεί το υποκείμενο διότι το υποκείμενο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για να στηθεί και να αναζητήσει το χαμένο αντικείμενο, ήτοι την απόλυτη φροντίδα της μητέρας. Η πρωταρχική επιθυμία λοιπόν είναι επιθυμία χωρίς αντικείμενο αφού αυτό έχει απωλεσθεί για πάντα. Αντ’ αυτού, το υποκείμενο αναζητά αντικείμενα (αντικείμενο μικρό α) προς ικανοποίηση της πρωταρχικής απώλειας. Το αντικείμενο μικρό α είναι αιωνίως ελλίπον. Παράλληλα, καθώς το βρέφος είναι εγγενώς αδύναμο, η μητέρα αποτελεί το μεγάλο Άλλο από το οποίο εξαρτάται. Αυτό το μεγάλο Άλλο αποφασίζει για το παιδί και χάρη σε αυτό είναι που το βρέφος αποκτά αξία (από το πώς δηλ το βλέπει το μεγάλο Άλλο, δηλ. η μητέρα). Το βρέφος αποκτά νόημα αλλά το νόημα που του αποδίδει το μεγάλο Άλλο. Επομένως, η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία της επιθυμίας του άλλου. Η ενδυνάμωση της ταυτότητας του υποκειμένου καθορίζεται λοιπόν από την ανολοκλήρωτη επιθυμία και την προσκόλληση στο Άλλο με την έννοια της ιδεατής ταύτισης. Ιδεατής με την έννοια της ενίσχυσης της ταυτότητας χωρίς κενά για να αποκρυβεί η εγκάρσια τομή της πρωταρχικής απώλειας. Στη φαντασία του το υποκείμενο φαίνεται πλήρες εφόσον προσκολληθεί σε ένα ιδεατό άλλο.
Έτσι, η προσκόλληση στο κόμμα, σε μία ιδεολογία, σε μία ομάδα επιδιώκει τη μάταιη προσπάθεια του υποκειμένου να πετύχει την ψευδαίσθηση της πληρότητας. Κατά συνέπεια, με την προσκόλληση στο Άλλο (κόμμα, ιδεολογία κά) το υποκείμενο βλέπει ότι η ταυτότητά του απειλείται, όταν συναντά έναν άλλο λόγο. Η επίθεση με ύβρεις και με σκληρό ανταγωνισμό λόγων προσφέρει μία ιδιαίτερη απόλαυση στο υποκείμενο αφού ενδυναμώνει τον αγώνα του για μία ταυτότητα χωρίς υπαρξιακά κενά.
Μπορεί να αντιμετωπισθεί αυτός ο φανατισμός; Η ψυχανάλυση δε βρίσκει τη λύση σε μία γενική ηθική γιατί την απορρίπτει ως άλλο ένα Μεγάλο Άλλο. Η πρότασή της για μία συζήτηση του τραύματος είναι σε καλό δρόμο αλλά νομίζω ότι μπορεί και πρέπει να στηριχθεί σε έναν ηθικό γιουνιβερσαλισμό που ανάγεται στην πραγματικότητα και τη γνώση, έτσι ώστε να ξεπεραστούν τα όρια ανάμεσα στους ανθρώπους, απέναντι στα οποία η ψυχανάλυση σιωπά ή τα δέχεται.
Για να δούμε: βλέπω ένα γλυκό απέναντί μου και επιθυμώ να το φάω. Όμως, αυτό ας υποθέσουμε ότι περιέχει δηλητήριο. Ποια θα ήταν τότε η ιδανική επιθυμία; να έχω πλήρη γνώση της κατάστασης. Με παρόμοιο τρόπο, η ορθή μου απόφαση/συμπεριφορά απέναντι σε ένα άλλο υποκείμενο θα προϋπέθετε την πλήρη γνώση του τι συμβαίνει με το άλλο υποκείμενο έτσι ώστε θα πετύχαινα τη σωστότερη ηθική συμπεριφορά μου απέναντι σε αυτό. Πχ αν περνά δυσκολίες, αν, για παράδειγμα, η κλοπή ήταν προϊόν οικονομικής ανέχειας κά. Αυτό το κριτήριο της απόλυτης γνώσης είναι το ηθικό κριτήριο που νοιάζεται οριζόντια για όλους τους ανθρώπους.
Τώρα, τι συνέπειες θα είχε αν προτείναμε ότι δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά προτείναμε έναν universalism; Παρόλο που τα περιεχόμενα της συνείδησης κτλ είναι ποικίλα και διαφορετικά, η συνείδηση μπορεί να ιδωθεί ως μία καθολική ιδιότητα στην οποία ανήκουμε όλοι. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε τη δημιουργία ενός βιβλίου, αν καταστραφεί ένα αντίτυπό του, θα μειωθεί η ύπαρξη αυτού του περιεχομένου του βιβλίου; Ομοίως και η συνείδηση, θα μειωθεί η ύπαρξή της με την απώλεια κάποιων αισθητηριακών εμπειριών; Με αυτό λοιπόν το σκεπτικό, η αμεσότητα της συνείδησης είναι ένα καθολικό φαινόμενο που στην ουσία ενώνει όλους τους ανθρώπους υπό την σκέπη της. Επομένως, όταν κάποιος βλάπτει κάποιον άλλο, βλάπτει τον εαυτό του και έτσι αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ορίων και διαχωρισμού που έχουν να αντιμετωπίσουν άλλες φιλοσοφικές θεωρίες, φιλελεύθερες και λοιπές. Σε αυτό το πλαίσιο, ο όποιος διάλογος, συζήτηση, διαλεκτική, ενώνει τους ανθρώπους στην αμεσότητα της συνείδησης ώστε ο σεβασμός να είναι σεβασμός του εαυτού χωρίς να υπάρχει η ψευδαίσθηση των ορίων με τις συνέπειες του εγωισμού και της αδιαφορίας για τον συνάνθρωπο : μα γιατί κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει τι περνάει ο άλλος; Ή γιατί κάποιος να μην πατήσει το κουμπί που θα σκότωνε κάποιον άλλον για ένα χρηματικό αντίτιμο; Επίσης, σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να ξεκινήσει η συζήτηση για το τραύμα που υπάρχει σε όλους καθώς όλοι υπόκεινται σε αυτή την τραυματισμένη συνείδηση (με αυτον τον τρόπο δηλ ενισχύεται και η ψυχαναλυτική πρόταση περί δημοκρατίας του μη-όλου (γυναικεία δημοκρατία).